Ινομυώματα: διάγνωση & θεραπεία

Γράφει ο Γκαργκασουλας Γιώργος, μαιευτήρας γυναικολόγος, συνεργάτης της ΡΕΑ
 
Τα ινομυώματα είναι καλοήθη νεοπλάσματα του σώματος της μήτρας και ανευρίσκονται στο 20-25% των γυναικών αναπαραγωγικής ηλικίας. 
Μπορεί να είναι μεμονωμένα ή, συχνότερα, πολλαπλά, με διάμετρο που ποικίλει από λίγα χιλιοστά μέχρι πολλά εκατοστά. Τα ινομυώματα, μερικές φορές, μπορεί να έχουν μίσχο και να προβάλλουν είτε προς την κοιλότητα της μήτρας, είτε εκτός αυτής, μέσα στην περιτοναϊκή κοιλότητα. Συνήθως έχουν σφαιρικό σχήμα ή πολυλοβώδες. Το μέγεθός τους αυξάνεται κατά τη θεραπεία με οιστρογόνα, κατά την κύηση ή τη λήψη αντισυλληπτικών δισκίων, ενώ συνήθως μειώνεται μετά την εμμηνόπαυση. 
 
Ποια είναι τα συνήθη συμπτώματα;
 
Τα ινομυώματα προέρχονται από το μυομήτριο και διακρίνονται βάσει της ανατομικής τους θέσης σε α) υποβλεννογόνια, β)τοιχωματικά και γ)υπορογόνια. Ανάλογα με τη θέση τους προκύπτει και η συμπτωματολογία τους. Συχνά μπορεί να είναι ασυμπτωματικά, ενώ σε άλλες περιπτώσεις μπορεί να προκαλούν αιμορραγίες, συχνουρία, άλγος ή αίσθημα βάρους στο υπογάστριο, κ.λπ..
 
• Τα υποβλεννογόνια ινομυώματα βρίσκονται ακριβώς κάτω από το ενδομήτριο, δηλαδή προβάλλουν προς την κοιλότητα της μήτρας, προκαλώντας ακανόνιστες αιμορραγίες. 
• Τα τοιχωματικά βρίσκονται μέσα στο τοίχωμα της μήτρας, διαταράσσοντας το σχήμα και τη μορφολογία της 
• Τα υπορογόνια προβάλλουν στην εξωτερική της επιφάνεια, δηλαδή αναπτύσσονται κυρίως προς τα έξω από το τοίχωμα της μήτρας. 
 
Τα συμπτώματα των ινομυωμάτων εξαρτώνται από τη θέση, το μέγεθος, καθώς και από την ύπαρξη ή μη εγκυμοσύνης. Ωστόσο συμπτώματα παρουσιάζονται μόνο στο 35-50% των γυναικών με ινομυώματα. Η ακανόνιστη και συχνά παρατεταμένη αιμορραγία από τη μήτρα είναι η συχνότερη και σημαντικότερη κλινική εκδήλωση των ινομυωμάτων, που μπορεί και να προκαλέσει σιδηροπενική αναιμία. 
 
Οι γυναίκες με υποβλεννογόνια ινομυώματα έχουν συνήθως έντονη εμμηνορυσία, αιμόρροια πριν από την έναρξη της περιόδου, ή παρατεταμένη ελαφρά αιμόρροια μετά το τέλος της περιόδου. Σε ορισμένες περιπτώσεις υποβλενογόνιων ινομυωμάτων μπορεί να υπάρχει δυσκολία στην σύλληψη Τα ινομυώματα ενδέχεται να προκαλέσουν πόνο, όταν υπάρξει διαταραχή της αιμάτωσής τους και αίσθημα πίεσης στην κοιλιακή χώρα, όταν αυτά είναι ιδιαίτερα αυξημένα σε μέγεθος, όπως μπορεί να συμβεί στα υπο-ορογόνια και στα ενδοτοιχωματικά.
 
Πως γίνεται η διάγνωση;
 
Τα περισσότερα ινομυώματα ανακαλύπτονται τυχαία κατά τον ετήσιο γυναικολογικό έλεγχο, με την αμφίχειρη εξέταση της μήτρας, ή -σε περίπτωση ευμεγέθους ινομυώματος, κατά την ψηλάφηση της κοιλιάς. Το διακολπικό υπερηχογράφημα μήτρας-ωοθηκών είναι ιδιαίτερα χρήσιμο, καθώς στις περισσότερες περιπτώσεις θέτει τη διάγνωση. Επιπλέον, η μαγνητική τομογραφία μπορεί να καθορίσει καλύτερα το μέγεθος, τον αριθμό και τη θέση των ινομυωμάτων. Στην περίπτωση των υποβλεννογονίων ινομυωμάτων, η υστεροσκόπηση μπορεί να βοηθήσει στον εντοπισμό και να χρησιμοποιηθεί για την αφαίρεση τους, ενώ η λαπαροσκόπηση χρησιμοποιείται όλο και περισσότερο για την αφαίρεση των υπορογόνιων και τοιχωματικών ινομυωμάτων. 
 
Ινομυώματα στην εγκυμοσύνη
 
Το β’ και το γ’ τρίμηνο της εγκυμοσύνης, τα ινομυώματα μπορεί να αυξηθούν γρήγορα σε μέγεθος και να υποστούν μείωση της αιμάτωσής τους, με αποτέλεσμα την πρόκληση πόνου και της τοπικής ευαισθησίας, αλλά ακόμα, να δώσουν και το έναυσμα για πρόωρο τοκετό. Κατά τον τοκετό, τα ινομυώματα μπορεί να προκαλέσουν αδράνεια μήτρας και ανώμαλο σχήμα και προβολή του εμβρύου. Λόγω των παραπάνω, δύναται να μειωθούν οι φυσιολογικές συσπάσεις της μήτρας μετά τον τοκετό και να υπάρξει ενδεχόμενο αιμορραγίας. Στην περίπτωση αφαίρεσης των ινομυωμάτων επιτρέπεται η σύλληψη μετά από έξι μήνες.
 
Πως θεραπεύονται τα ινομυώματα;
 
Η θεραπευτική αντιμετώπιση των ινομυωμάτων εξαρτάται από την ύπαρξη συμπτωμάτων, από το μέγεθος του ινομυώματος, καθώς και από την ηλικία της γυναίκας. Η θεραπεία μπορεί να είναι συντηρητική ή χειρουργική. 
 
Η συντηρητική αντιμετώπιση των ινομυωμάτων, εφόσον δεν συντρέχουν λόγοι για την αφαίρεσή τους, περιλαμβάνει την κατά τακτά χρονικά διαστήματα παρακολούθηση της γυναίκας για τυχόν αύξηση του μεγέθους τους. Επίσης, τα τελευταία χρόνια χρησιμοποιείται η «φαρμακευτική» συρρίκνωση των ινομυωμάτων, κατά την οποία δημιουργούμε συνθήκες εμμηνόπαυσης, ωστόσο, επειδή ο χρόνος έλευσής της δεν είναι εύκολο να προσδιοριστεί, δεν αποτελεί και τον ενδεικνυόμενο τρόπο αντιμετώπισής τους 
Χειρουργική αντιμετώπιση των ινομυωμάτων συστήνεται, όταν το ινομύωμα έχει μεγάλο μέγεθος ή αυξήθηκε απότομα, καθώς και στην περίπτωση που προκαλεί συμπτώματα στη γυναίκα. Η χειρουργική αντιμετώπιση των ινομυωμάτων πρέπει να αποφεύγεται κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, όπως επίσης και η αφαίρεσή τους κατά τη διάρκεια της καισαρικής τομής. Στην περίπτωση που έχει προηγηθεί ινομυωματεκτομή, ιδίως όταν έχει διανοιχτεί η ενδομήτρια κοιλότητα, είναι προτιμότερο στις εγκυμονούσες να γίνει καισαρική τομή, λόγω του κινδύνου ρήξης της μήτρας κατά τη διαδικασία του φυσιολογικού τοκετού. Αξίζει να σημειωθεί ότι τα μικρά ινομυώματα μπορεί να μεγαλώσουν αρκετά κατά την κύηση, αλλά συνήθως υποστρέφουν μετά τον τοκετό.
 
Όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, η πιο συχνή επιπλοκή των ινομυωμάτων είναι η σοβαρή αιμορραγία με αναιμία. Η επιλογή της θεραπείας εξαρτάται από την ηλικία της ασθενούς, τις προηγηθείσες κυήσεις, την επιθυμία της για μελλοντική εγκυμοσύνη, τη γενικότερη κατάσταση της υγείας της, καθώς και από τα συμπτώματα που αυτά προκαλούν. Έτσι, σε σχετικά νέες γυναίκες, είτε μικρότερες των 40, είτε άνω των 40, που όμως δεν έχουν ολοκληρώσει τον οικογενειακό τους προγραμματισμό, προτιμάται η αφαίρεση μόνο των ινομυωμάτων και η διατήρηση της μήτρας. Αντίθετα, σε γυναίκες άνω των 40 που έχουν τεκνοποιήσει, προτιμάται η ολική υστερεκτομή.
 
Μετά την αφαίρεση των ινομυωμάτων, η μήτρα και η κοιλότητά της σταδιακά επιστρέφουν στο φυσιολογικό τους μέγεθος. Σε γυναίκες με μικρά ινομυώματα που έχουν χαλάρωση του κόλπου και του πυελικού εδάφους, προτιμάται να αφαιρείται η μήτρα διά της κολπικής οδού, ενώ όταν ανευρίσκονται πολυάριθμα και μεγάλα ινομυώματα, τότε υπάρχει ένδειξη για ολική κοιλιακή υστερεκτομή. Οι ωοθήκες, συνήθως, διατηρούνται στις προεμμηνοπαυσιακές γυναίκες, εκτός αν εμφανίζουν νόσο, ή έχει διαταραχθεί η αιμάτωσή τους, οπότε σε αυτή την περίπτωση η ωοθηκεκτομή κρίνεται επιβεβλημένη.
 
Αξίζει να σημειωθεί ότι η αφαίρεση των ωοθηκών συνιστάται ιδιαιτέρως σε γυναίκες με οικογενειακό ιστορικό καρκίνο του μαστού, ή των ωοθηκών και σε γυναίκες μετεμμηνοπαυσιακές.
 
Στις περισσότερες περιπτώσεις γυναικών εκτός εγκυμοσύνης, τα ινομυώματα δεν απαιτούν θεραπεία, ιδιαίτερα αν η ασθενής είναι ασυμπτωματική ή μετεμμηνοπαυσιακή. Συνήθως όμως, μήτρα η οποία κατά την αμφίχειρη γυναικολογική εξέταση δίνει την εντύπωση εγκύμονος μήτρας μεγαλύτερης 12-14 εβδομάδων, πρέπει να αφαιρείται ανεξάρτητα από τα συμπτώματα.