Ιός ΗPV : Πώς µεταδίδεται ο ιός ΗPV και πώς µπορούµε να προστατευτούµε από αυτόν;

Γράφει η Μαίρη Αποστολούδη, Μαιευτήρας-Γυναικολόγος, Επιστημονικός Συνεργάτης της Κλινικής ΡΕΑ

Ο HPV (HUMAN PAPILLOMA VARUSES) ‘Η ΑΛΛΙΩΣ Ο ΙΟΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΘΗΛΩΜΑΤΩΝ, ΕΙΝΑΙ ΕΝΑΣ ΙΟΣ ΠΟΥ ΑΠΟΤΕΛΕΙΤΑΙ ΑΠΟ ΔΙΠΛΗ ΕΛΙΚΑ DNA. ΕΧΟΥΝ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΤΕΙ 189 ΥΠΟΤΥΠΟΙ (ΓΟΝΟΤΥΠΟΙ) ΤΟΥ ΙΟΥ HPV, ΕΚ ΤΩΝ ΟΠΟΙΩΝ  ΟΙ 120 ΠΡΟΣΒΑΛΛΟΥΝ ΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟ ΚΑΙ ΑΠΟ ΑΥΤΟΥΣ, ΠΕΡΙΠΟΥ 40 ΤΟ ΔΕΡΜΑ ΚΑΙ ΤΟ ΒΛΕΝΝΟΓΟΝΟ ΤΟΥ ΚΑΤΩΤΕΡΟΥ ΓΕΝΝΗΤΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΓΥΝΑΙΚΑΣ.

Ο ιός HPV µπορεί να προκαλέσει οξυτενή κονδυλώµατα, δυσπλασίες, προκαρκινικές βλάβες ή και καρκίνο, ιδιαίτερα στον τράχηλο της µήτρας, καθώς και τον κόλπο, το αιδοίο, το περίνεο ή τον πρωκτό και το στόμα.

 

Οι γονότυποι του HPV διακρίνονται σε:

  1. Χαµηλού κινδύνου ή καλοήθεις
  2. Υψηλού κινδύνου
  3. Ενδιάµεσου κινδύνου

 

Πώς µεταδίδεται ο ιός HPV;

Η µετάδοση του ιού HPV γίνεται κυρίως µε τη σεξουαλική επαφή και σήµερα αποτελεί το συχνότερο σεξουαλικώς µεταδιδόµενο νόσηµα, µε ποσοστό 70%-80% του γυναικείου πληθυσµού. Εµφανίζεται ιδιαίτερα στις νέες γυναίκες λόγω της συχνής εναλλαγής σεξουαλικού συντρόφου. Η µετάδοση του ιού µέσω της στοµατικής κοιλότητας είναι δυνατή αν και µικρή. Επίσης είναι δυνατή η µετάδοση από την έγκυο µολυσµένη µητέρα στο νεογνό, κατά τον τοκετό. Σύµφωνα όµως µε στατιστικά στοιχεία, είναι µικρό το ποσοστό µόλυνσης του νεογνού, οπότε δεν κρίνεται αναγκαία η καισαρική τοµή.

Αυτό που θα πρέπει να κατανοήσει η γυναίκα που έχει µολυνθεί από τον ιό, είναι πως η µόλυνση παραµένει διά βίου στον ανθρώπινο οργανισµό και ανάλογα µε την αµυντική του κατάσταση, αλλά και την ιογόνο δράση του, εξαρτάται αν θα εκδηλωθεί ή όχι η λοίµωξη.

 

Πόσο επικίνδυνος είναι ο HPV; Τι γνωρίζουµε για την πρόγνωσή του;

Οι ογκογόνοι HPV προκαλούν αλλοιώσεις στο επιθήλιο του βλεννογόνου των οργάνων του κατώτερου γεννητικού συστήµατος (ενδοεπιθηλιακές νεοπλασίες τραχήλου CIN –Cervical Intraepithelial Neoplasia). Αυτές µπορεί να είναι οι χαµηλού κινδύνου υποκλινικές αλλοιώσεις (CIN1) και οι αλλοιώσεις υψηλού κινδύνου CIN2 και CIN3. Από τις αλλοιώσεις CIN 2,3 ένα µικρό ποσοστό θα εξελιχθεί σε προκαρκινικές βλάβες ή και καρκίνο, ενώ οι CIN1 συνήθως αφορούν στις κλινικές µορφές της HPV φλεγµονής και τα οξυτενή κονδυλώµατα. Υπολογίζεται, ότι το 30%-35% όλων των παραπάνω αλλοιώσεων θα υποστρέψει, το 40% θα επιµείνει, ενώ από το υπόλοιπο 25%, το 10% θα εξελιχθεί σε καρκίνο In situs και το 1% σε διηθητικό καρκίνο.

 

Πώς µπορούµε να προστατευτούµε από τον ιό HPV;

Η πρόληψη κατά της HPV λοίµωξης µπορεί να γίνει µε τη σωστή ενηµέρωση, τον περιορισµό της εναλλαγής των σεξουαλικών συντρόφων (είτε σε ετεροφυλικές είτε σε οµοφυλικές σχέσεις). Η χρήση του προφυλακτικού υπολογίζεται ότι περιορίζει µέχρι και 70% τη µετάδοση του ιού, αφού δε µπορεί πλήρως να αποκλειστεί, επειδή, αφ’ ενός το προφυλακτικό δεν καλύπτει ολόκληρο το πέος και αφ’ ετέρου, επειδή η µόλυνση είναι περιοχική και µη ορατές αλλοιώσεις µπορεί να υπάρχουν στο περίνεο και στον πρωκτό. Όµως, πρέπει να τονιστεί ότι η χρήση του, εκτός από τη µείωση του κινδύνου της πρωτοµόλυνσης περιορίζει και τον κίνδυνο των υποτροπών και αλλοιώσεων µετά τη θεραπεία. Όσον αφορά στον εµβολιασµό, βασικός σκοπός του είναι να δώσει τη δυνατότητα στον οργανισµό να αµυνθεί στην εισβολή του παθογόνου ιού. Με τον εµβολιασµό δίνεται το ερέθισµα στο ανοσοποιητικό σύστηµα να παράγει αντισώµατα, τα οποία αποτελούν το στρατό ενάντια στον εισβολέα παθογόνο ιό. Στην περίπτωση του HPV το εµβόλιο δεν περιέχει DNA του ιού, αλλά χρησιµοποιώντας ζυµοµύκητες, παρασκευάζονται σωµατίδια από πρωτεΐνες των οποίων η κάψα µοιάζει µε την κάψα του ιού και έτσι δηµιουργείται η παραγωγή των αντισωµάτων. Κυκλοφορούν δύο εµβόλια ενάντια στη HPV λοίµωξη. Το Gardasil και το Cerarix, τα οποία προφυλάσσουν από τους πλέον επικίνδυνους HPV γονότυπους, οι οποίοι ευθύνονται για περίπου 80% των περιπτώσεων του καρκίνου του τραχήλου της µήτρας.

Θα πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη έμφαση στην πρόληψη, κατά την παιδική και εφηβική ηλικία, με σωστή ενημέρωση πάνω σε θέματα υγείας και σεξουαλικής υγείας. Συστήνεται εμβολιασμός κατά του HPV, σε όλα τα νεαρά κοτίσια στην εφηβική ηλικία.

 Η χρήση προφυλακτικού και ο εµβολιασµός αποτελούν την πρωτογενή πρόληψη. Σε αυτά θα πρέπει να προστεθεί η τακτική εξέταση, που οδηγεί σε έγκαιρη διάγνωση εάν και εφόσον υπάρξει λοίµωξη, αποτελεί τη δευτερογενή πρόληψη και δεν πρέπει να παραλείπεται. Ο τακτικός γυναικολογικός έλεγχος µε την κλινική εξέταση και τις άλλες κλινικοεργαστηριακές µεθόδους (τεστ Παπανικολάου, κολποσκόπηση, HPV DNA test και άλλες) δίνουν τη δυνατότητα της έγκαιρης διάγνωσης και συνεπώς της πρώιµης θεραπευτικής αντιµετώπισης, που στις περισσότερες περιπτώσεις, ο καρκίνος του τραχήλου μπορεί να αποτραπεί ή να θεραπευτεί.

 

Εάν διαγνωστεί μόλυνση από τον ιό HPV, το χειρουργείο είναι απαραίτητο;

Λαμβανομένου υπ’όψιν, ότι αποτελεσματική θεραπεία για την HPV λοίμωξη δεν υπάρχει, η θεραπευτική μας προσπάθεια συνίσταται στην αντιμετώπιση των εκδηλώσεών της. Αν αυτές είναι τα οξυτενή κονδυλώματα, η αντιμετώπισή τους μπορεί να γίνει τοπικά ή με φαρμακευτικές – χημικές ουσίες (κρεατολυτικά), είτε χειρουργικά, με εκτομή, κρυοπηξία, ηλεκτροδιαθερμία. Στις περισσότερες που αφορούν σε αλλοιώσεις του βλεννογόνου, εάν πρόκειται για απλή δυσπλασία CIN1, απαιτείται μόνο παρακολούθηση με κλινική εξέταση, τεστ Παπανικολάου και κολποσκόπηση. Αν όμως πρόκειται για αλλοιώσεις ανώτερου σταδίου CIN2-3, απαιτείται χειρουργική αντιμετώπιση, είτε με συμβατικές μεθόδους (κωνδοειδής εκτομή), είτε με μεθόδους με χρήση των laser ή συνδυασμό αυτών.