Σακχαρώδης Διαβήτης & Κύηση

 
 
Ο Σακχαρώδης Διαβήτης (Σ.Δ.) ανήκει στα μεταβολικά νοσήματα και αφορά την αυξημένη ποσότητα σακχάρου (γλυκόζης) στο αίμα. Χαρακτηρίζεται από διαταραχή μεταβολισμού, τόσο της γλυκόζης όσο και των υδατανθράκων και των λιπιδίων, είτε λόγω ελαττωμένης παραγωγής ινσουλίνης από το πάγκρεας, είτε λόγω ελαττωμένης ανταπόκρισης των κυττάρων του οργανισμού στην ινσουλίνη, την ορμόνη που παράγεται και εκκρίνεται από το πάγκρεας, υπεύθυνη για το μεταβολισμό της γλυκόζης από τα κύτταρα.
 
Ο Σ.Δ. διακρίνεται σε τρεις κατηγορίες:
 
• Σακχαρώδης Διαβήτης τύπου Ι
• Σακχαρώδης Διαβήτης τύπου ΙΙ
• Σακχαρώδης Διαβήτης της Κυήσεως
 
Ο Σακχαρώδης Διαβήτης της Κυήσεως (Σ.Δ.Κ.) σε αντίθεση με τους τύπους Ι και ΙΙ εμφανίζεται για πρώτη φορά στη διάρκεια της εγκυμοσύνης και αφορά το 3-5% των κυήσεων. Εκδηλώνεται συνήθως στο τέλος του 2ου τριμήνου, όπου οι ορμόνες που παράγει ο πλακούντας προκαλούν αντίσταση των κυττάρων του οργανισμού στη δράση της ινσουλίνης.
 
Αυξημένος κίνδυνος εμφάνισης Σ.Δ.Κ. παρατηρείται σε γυναίκες με:
 
• Ιστορικό προηγούμενης εγκυμοσύνης με εμφάνιση Σ.Δ.
• Οικογενειακό ιστορικό Σ.Δ
• Παχυσαρκία ή εμφάνιση παχυσαρκίας κατά την εγκυμοσύνη
• Προηγούμενος τοκετός με υπέρβαρο και μακροσωμικού τύπου νεογνό
• Εθνότητα
• Ιστορικό ανεξήγητου εμβρυικού θανάτου
• Ηλικία άνω των 25 ετών αυξανόμενος με την πάροδο της ηλικίας
 
Η διάγνωση πρέπει να γίνεται πρώιμα από το μαιευτήρα, αξιολογώντας τους παράγοντες ανάπτυξης Σ.Δ.Κ. με τις απαραίτητες εξετάσεις (μέτρηση σακχάρου αίματος και ούρων με την έναρξη της εγκυμοσύνης, καμπύλη σακχάρου στην 24η – 28η εβδομάδα).
 
Ο Σ.Δ. στην εγκυμοσύνη μπορεί να ενοχοποιηθεί για αρκετές ανεπιθύμητες καταστάσεις, τόσο στο έμβρυο, όσο και στην έγκυο. Θα πρέπει να τονιστεί ότι οι γυναίκες που πάσχουν από Σ.Δ. τύπου Ι ή ΙΙ (πριν την εγκυμοσύνη), αποτελούν κατηγορία ιδιαίτερης ιατρικής φροντίδας από την έναρξη και σε όλη τη διάρκεια της εγκυμοσύνης. Όπως πιστεύεται, ο προϋπάρχων διαβήτης συνδέεται με επιπλοκές που ξεκινούν από τη σύλληψη μέχρι τον τοκετό, ενώ ο Σ.Δ.Κ. ενοχοποιείται για επιπλοκές στο β΄ τρίμηνο εγκυμοσύνης.
 
Η περιγεννητική θνησιμότητα του κυήματος με Σ.Δ. κατά την εγκυμοσύνη, σε μελέτες που έχουν δημοσιευτεί, αναφέρεται ότι με την κατάλληλη θεραπευτική αντιμετώπιση έχει ελαττωθεί θεαματικά. Παραμένει όμως η εμφάνιση συγγενών ανωμαλιών, ενώ ο αιφνίδιος ενδομήτριος θάνατος συμβαίνει σε υψηλά ποσοστά.
Οι επιπτώσεις του Σ.Δ. κατά την εγκυμοσύνη αφορούν τόσο την έγκυο όσο και το κύημα. Στην έγκυο μπορεί να εμφανιστεί αρτηριακή υπέρταση (προεκλαμψία), δυστοκία, πρόωρος τοκετός. Σε γυναίκες με ανάπτυξη Σ.Δ.Κ. έχει βρεθεί ότι έχουν αναπτύξει ακόμη και αρκετά χρόνια μετά τον τοκετό Σ.Δ. τύπου ΙΙ σε σημαντικό ποσοστό, καθώς και μεταβολικό σύνδρομο.
 
Στο κύημα μπορεί να υπάρξουν διαταραχές ανάπτυξης, μεταβολικές διαταραχές ή και απώτερες διαταραχές. Στις διαταραχές ανάπτυξης η συνηθέστερη είναι το υπέρβαρο και μακροσωμικό έμβρυο, που απαντάται στο 20-35% των περιπτώσεων. Ο κίνδυνος σε αυτήν την περίπτωση είναι ο τραυματισμός ή και η ασφυξία κατά το φυσιολογικό τοκετό, επομένως είναι σκοπιμότερο να επιλέγεται η Καισαρική τομή. Σε μικρό ποσοστό υπάρχει η περίπτωση της υπολειπόμενης ανάπτυξης του εμβρύου και ο πρόωρος τοκετός.
 
Στις μεταβολικές διαταραχές, η άμεση, μετά τον τοκετό, υπογλυκαιμία αποτελεί το 50% των περιπτώσεων, συμβαίνει στις δύο πρώτες ώρες, επιμένει για 72 ώρες, αλλά μπορεί να έχει και διάρκεια μιας εβδομάδας. Άλλες μεταβολικές διαταραχές που μπορούν να εμφανιστούν είναι η πολυερυθραιμία, υπασβεστιαιμία, διαταραχές μεταβολισμού του σιδήρου κ.ά. Σπανιότερα, μποροεί να εμφανιστούν μυοκαρδιοπάθεια, σύνδρομο αναπνευστικής δυσχέρειας, διάφορες νευρολογικές διαταραχές. Στις απώτερες επιπλοκές εντάσσεται η παιδική παχυσαρκία, καθώς και ο κίνδυνος ανάπτυξης Σ.Δ. τύπου ΙΙ σε μεγαλύτερη ηλικία.
 
Οι περιπτώσεις αυτές χρειάζονται στενή ιατρική παρακολούθηση, συνεργασία μαιευτήρα και διαβητολόγου προκειμένου η έγκυος να έχει πάντοτε σωστά ρυθμισμένη γλυκόζη, να γίνεται έλεγχος με υπερηχογράφημα ή μαγνητική τομογραφία, όπου αυτή χρειάζεται στις διάφορες φάσεις ανάπτυξης του εμβρύου. Να σημειωθεί, ότι η μαγνητική τομογραφία είναι ασφαλής για το έμβρυο και ότι στην Κλινική ΡΕΑ λειτουργεί ανοικτός μαγνητικός τομογράφος υψηλών προδιαγραφών, πλέον κατάλληλος για αυτόν το σκοπό.
 
Η απολύτως ελεγχόμενη διατροφή και η σωστή άσκηση της εγκύου αποτελούν απαραίτητες προϋποθέσεις προκειμένου η μητέρα να παραμένει υγιής, να εξελιχθεί καλά η εγκυμοσύνη και να γεννηθεί ένα παιδί χωρίς ή με τα λιγότερα άμεσα και κατοπινά προβλήματα.